- παλαιοαρχαιολογία
- ηκλάδος τής αρχαιολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών έργων τέχνης τού προϊστορικού ανθρώπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαιοαρχαιολογικός — ή, ό [παλαιοαρχαιολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιοαρχαιολογία … Dictionary of Greek
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek